- ἀχερωίς
- ἀχερωίς: white poplar, Il. 13.389. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀχερωίς — ἀχερωΐς , ἀχερωίς white poplar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… … Dictionary of Greek
Ἀχερωίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδα — Ἀχερωίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδες — Ἀχερωίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδι — Ἀχερωίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχερωίδος — Ἀχερωίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδα — ἀχερωΐδα , ἀχερωίς white poplar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδες — ἀχερωΐδες , ἀχερωίς white poplar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδι — ἀχερωΐδι , ἀχερωίς white poplar fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχερωίδος — ἀχερωΐδος , ἀχερωίς white poplar fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)